του διαστήματος
111επαναστροφή — η (AM ἐπαναστροφή) [επαναστρέφω] αναστροφή, επιστροφή, γυρισμός (και ειδ. για χορό) νεοελλ. 1. ιατρ. η επάνοδος ενός ιστού ή οργάνου σε προηγούμενα στάδια τής εξελίξεως του 2. (φιλοσ.) «η αιώνια επαναστροφή» η φιλοσοφική δοξασία κατά την οποία… …
112κόμβος — Ναυτική μετρική μονάδα ταχύτητας που αντιστοιχεί σε ένα ναυτικό μίλι (1.852 μ.) την ώρα. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι στα παλιά δρομόμετρα οι διαβαθμίσεις παριστάνονταν με έναν ή περισσότερους κόμπους, φτιαγμένους με σχοινάκια και… …
113παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… …
114υποβόρειος — α, ο, Ν φρ. «υποβόρειο κλιματικό διάστημα» ή, απλώς, «το υποβόρειο» γεωλ. υποδιαίρεση τού ολοκαίνου η οποία ακολουθεί το ατλαντικό και προηγείται τού υποατλαντικού κλιματικού διαστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. sub boreal… …
115όριο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Στην περιοχή της κοινότητας υπάρχει ναός της Παναγίας της Μονομερίτισσας που έχει χαρακτηριστεί «διατηρητέον μνημείον». * * * το (ΑΜ ὅριoν) [όρος (Ι)] 1. το ακραίο σημείο …
116ιερομηνία ή ιερονουμία — Ονομασία του χρονικού διαστήματος που είχε ιερό χαρακτήρα, επειδή κατά τη διάρκειά του πραγματοποιούνταν γιορτές ή αγώνες. Αποτελούσε κοινό όρο, μολονότι υπήρχαν διαφορές στα ημερολογιακά συστήματα των ελληνικών πόλεων. Ι. υπήρχαν στα Ίσθμια, στα …
117Συνθήκη για το Εξώτερο Διάστημα — Ο πλήρης τίτλος της είναι Συνθήκη για τις Αρχές που διέπουν τις Δραστηριότητες Κρατών στην Εξερεύνηση και Χρήση του Εξώτερου Διαστήματος, της Σελήνης και Άλλων Ουρανίων Σωμάτων. Πρόκειται για διεθνή συνθήκη που εγκρίθηκε από την 21η σύνοδο της… …
118εξισώνω — (AM έξισῶ, όω) 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῑς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.) 2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλο («ὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.) 3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια …
119μεσολάβηση — η (ΑM μεσολάβησις) [μεσολαβώ] νεοελλ. 1. η παρέμβαση κάποιου για συμφιλίωση ή συμβιβασμό ή επίτευξη συμφωνίας μεταξύ ανθρώπων, ομάδων ή κρατών που έχουν διαφορές μεταξύ τους, διαιτησία 2. χρον. παρεμβολή ενός χρονικού διαστήματος μεταξύ δύο… …
120μεσοπεντήκοστον — μεσοπεντήκοστον, τὸ (Μ) η Τετάρτη που βρίσκεται στο μέσο τού χρονικού διαστήματος από το Πάσχα έως την Πεντηκοστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + Πεντηκοστή] …