του διαστήματος
101μονιμοποιώ — έω 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μόνιμο 2. (ειδικά για δημοσίους υπαλλήλους) προάγω υπάλληλο από την κατάσταση τού έκτακτου σε αυτήν τού μόνιμου, γεγονός που συνεπάγεται την υπηρεσία του κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού χρονικού διαστήματος το οποίο… …
102πλήρωμα — το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο 2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»… …
103στενοχώρια — η / στενοχωρία, ΝΜΑ, και στεναχώρια και σταναχώρια Ν, και ιων. τ. στενοχωρίη Α [στενόχωρος] 1. στενότητα χώρου, ανεπαρκής χώρος, σε αντιδιαστολή με την ευρυχωρία 2. μτφ. α) ψυχική αδιαθεσία, θλίψη (α. «αρρώστησε από τη στενοχώρια του» β. «ὅσα… …
104μεσοδρομίς — και μισοδρομίς και μεσοδρομιάς επίρρ. 1. στο μέσο τής πορείας, στα μισά τού δρόμου, αλλ. μεσοστρατίς, μεσόδρομα 2. στα κατάμεσα τού δρόμου, αλλ. μεσόστρατα («πετούν τα σκουπίδια τους μεσοδρομίς») 3. μτφ. στο μέσο χρονικού διαστήματος ή ενέργειας… …
105ουράνιος — α, ο (ΑΜ ουράνιος, ία ον, θηλ. και ος) [ουρανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανό β. «φυτὸν… …
106περιοδικός — ή, ό / περιοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίοδος] αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται σε σταθερά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους (α. «περιοδική λήψη πυρετού β. «περιοδικοί κομήτες» γ. «περιοδικαὶ ὧραι») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το περιοδικό έντυπο,… …
107ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου …
108σεισμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σεισμό ή αυτός που προέρχεται από σεισμό (α. «σεισμικό σύστημα» β. «σεισμική δόνηση» γ. «σεισμικό φαινόμενο») 2. φρ. α) «σεισμικά κύματα» γεωλ. καθεμιά από τις ταλαντώσεις που δημιουργούνται από έναν… …
109στερνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στέρνο 2. φρ. α) «στερνικές πλευρές» πλευρές οι οποίες αρθρώνονται άμεσα με το στέρνο, αλλ. γνήσιες πλευρές β) «στερνική παρακέντηση» ιατρ. διαδερμική παρακέντηση τού οστού τού στέρνου στο ύψος τού 2ου …
110Ακρόπολις — Τίτλος αθηναϊκών εφημερίδων. 1. Ημερήσια πολιτική και ειδησεογραφική εφημερίδα. Εκδόθηκε το 1883 από τον Βλάση Γαβριηλίδη. Η έκδοση της εφημερίδας αυτής, με το φιλελεύθερο, προοδευτικό και μαχητικό πνεύμα που τη διέκρινε, σημείωσε σταθμό στην… …