του ήρθε

  • 1Τιρέν, Aνρί ντε Λατούρ, υποκόμης του- — (Turenne, 1611 – 1675). Στρατάρχης της Γαλλίας. Ήταν δευτερότοκος γιος του δούκα Ερρίκου του Μπουγιόν, πρίγκιπας του Σεντάν και της Ελισάβετ του Νασάου. Αρχικά πολέμησε στο πλευρό των πριγκίπων του Νασάου (1625 29) και στη συνέχεια τέθηκε στη… …

    Dictionary of Greek

  • 2Χάλιφαξ, Τζορτζ - Σέιβιλ μαρκήσιος του- — (Halifax, 1633 – 1695). Άγγλος πολιτικός. Υπήρξε από τους βασικούς συντελεστές της παλινόρθωσης του Καρόλου B’, ο οποίος και τον αντάμειψε με τίτλους ευγενείας και με διορισμό στο μυστικό συμβούλιό του ως σφραγιδοφύλακα. Ο X. έγινε παντοδύναμος,… …

    Dictionary of Greek

  • 3έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …

    Dictionary of Greek

  • 4Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …

    Dictionary of Greek

  • 5Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …

    Dictionary of Greek

  • 6Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …

    Dictionary of Greek

  • 7διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 8μακεδόνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαζί με τους Θεόδουλο και Τατιανό κατέστρεψε ειδωλολατρικό ναό στη Μυρόπολη της Φρυγίας. Για τον λόγο αυτόν μαρτύρησε επί Ιουλιανού του Παραβάτη (4ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 12… …

    Dictionary of Greek

  • 9ζάλη — η 1. ταραχή, τρικυμία: Μέσα στη ζάλη που επικρατούσε δεν ήξερα τι έκανα. 2. συσκότιση του νου, μερική απώλεια των αισθήσεων: Ήταν πολλοί μέσα στην αίθουσα και του ήρθε ζάλη. 3. σάστισμα, ταραχή του νου: Μόλις τον αντίκρισε του ήρθε ζάλη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 10επιλαχών, -ούσα, -όν — 1. (για υποψήφιους σε εκλογές), καθένας από αυτούς που έχουν σειρά ύστερα από εκείνους που πέτυχαν: Από το συνδυασμό του κόμματός του ήρθε τρίτος επιλαχών. 2. (για όσους διαγωνίζονται για κατάληψη θέσης σε υπηρεσία ή σε ανώτατα ή ανώτερα… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)