τοτοῖ
1τοτοί — και τοτοτοῑ Α (επιφών. σχετλιαστικό) αχ, αχ (α. «Ξέρξης δ ἀπώλεσεν, τοτοῑ... νᾱες δ ἀπώλεσαν, τοτοῑ», Αισχύλ. β. «ἧπταί μου, τοτοτοῑ, ἡ δ αὖθ ἕρπει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., πρβλ. ὀτοτοῖ] …
2τοτοῖ — ὀτοτοῖ ah! woe! indeclform (exclam) τοτοῖ indeclform (exclam) …
3τοτοτοῖ — τοτοῖ indeclform (exclam) …
4τοτοτοί — Α επιφών. βλ. τοτοῑ …