τορ-εύω

  • 1περιτορνεύω — και περιτορεύω ΝΑ 1. τορνεύω κάτι γύρω γύρω, καθιστώ κάτι στρογγυλό χρησιμοποιώντας τον τόρνο 2. φιλοτεχνώ, κατασκευάζω προσεκτικά γύρω από κάτι («θνητὸν σῶμα αὐτῇ περιετόρνευσαν», Πλάτ.) 3. καθιστώ περίτεχνο κάτι 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… …

    Dictionary of Greek