τορνία σταφυλή

  • 1τορνία — ἡ, Α (με ή χωρίς τη λ. σταφυλή) ποικιλία σταφυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρνος πιθ. λόγω τού στρογγυλού σχήματός του] …

    Dictionary of Greek