τοξάζομαι
11τοξάζεται — τοξάζομαι shoot with a bow pres ind mp 3rd sg …
12τοξάσαιτο — τοξάζομαι shoot with a bow aor opt mp 3rd sg …
13τοξάσηται — τοξάζομαι shoot with a bow aor subj mp 3rd sg …
14τοξάσσαιτο — τοξάζομαι shoot with a bow aor opt mp 3rd sg …
15ἐτοξάζοντο — τοξάζομαι shoot with a bow imperf ind mp 3rd pl …
16ἐτοξάσαντο — τοξάζομαι shoot with a bow aor ind mp 3rd pl …
17επιτοξάζομαι — ἐπιτοξάζομαι (Α) τοξεύω εναντίον κάποιου, χτυπώ με βέλη, σημαδεύω κάποιον με το τόξο («τῷ δ’ ἐπιτοξάζοντο... Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τοξάζομαι «τοξεύω»] …
18τοξασμός — ὁ, Μ [τοξάζομαι] τοξεία* …
19κατετοξάσατο — κατά τοξάζομαι shoot with a bow aor ind mp 3rd sg …
20τοξαζοίμεθ' — τοξαζοίμεθα , τοξάζομαι shoot with a bow pres opt mp 1st pl …
Страницы
- 1
- 2