τονῶ
1τονώ — έω, Α [τόνος (Ι)] τονώνω …
2τονῶ — τονέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) τονέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) τονόω brace up pres subj act 1st sg τονόω brace up pres ind act 1st sg …
3τόνω — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc/acc dual τόνος that by which a thing is stretched masc gen sg (doric aeolic) τονόω brace up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τονόω brace up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
4τόνῳ — τόνος that by which a thing is stretched masc dat sg …
5τονώνω — τονῶ, όω, ΝΑ [τόνος (Ι)] 1. δίνω σε κάτι τόνο, δύναμη, ζωή, ενδυναμώνω, ενισχύω (α. «το φάρμακο τόν τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.) 2. βάζω τόνο, τονίζω (α. «τονούμενη συλλαβή» β. «περὶ τῶν διαφόρως… …
6τόνωι — τόνῳ , τόνος that by which a thing is stretched masc dat sg …
7εξάμετρος — η, ο (AM ἑξάμετρος, ον) 1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι μέτρα 2. (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε», Ηρόδ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τό εξάμετρο στίχος που αποτελείται από …
8επιτονώ — ἐπιτονῶ, όω (Α) καθιστώ κάτι έντονο, ενισχύω, δυναμώνω («τὰς ἕξεις ὁ ψυχρὸς οἶνος ἐπιτονεῑ», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τονώ «τονώνω» (< τόνος)] …
9επιχειροτονώ — ἐπιχειροτονῶ, έω (Α) 1. επικυρώνω άποψη, πρόταση κ.λπ. με ανάταση τής χειρός 2. επικυρώνω, επιβεβαιώνω την εκλογή ή την παραμονή άρχοντος στην εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χειρο τονώ] …
10καταχειροτονώ — καταχειροτονῶ, έω (Α) (για την εκκλησία τού δήμου) καταδικάζω με ανάταση τών χειρών («πανδήμῳ φωνῇ καταχειροτονηθέντες», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειρο τονῶ «ψηφίζω σηκώνοντας το χέρι»] …
- 1
- 2