τονθορίζω
1τονθορίζω — και τονθορύζω ΝΑ, και τονθρύζω Α μουρμουρίζω αρχ. μουγκρίζω («ἐτονθόρυζε ταῡρος < ὡς> νεοσφαγής», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος μέσω ενός αμάρτυρου τ. *τορθορύζω με ανομοίωση τού ρ , από το θ. θορυ τού θόρυβος* με… …
2τονθορισμός — και τονθορυσμός, ο, ΝΑ, και τονθρυσμός Α [τονθορίζω / τονθ(ο)ρύζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονθορίζω …
3τονθολυγώ — έω, Α τονθορύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό που συνδέεται με το ρ. τονθορύζω / τονθορίζω, πιθ. κατ επίδραση τών τ. πομφολυγῶ, οἰνοφλυγῶ] …
4τονθρύζω — Α βλ. τονθορίζω …
5υποτονθορίζω — ὑποτονθορύζω ΝΑ, και υποτονθορύζω Ν μουρμουρίζω σιγά ή σιγοτραγουδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπο * + τονθορίζω / τονθορύζω «μουρμουρίζω»] …