τομικός

  • 1τομικός — ή, ό / τομικός, ή, όν, ΝΜΑ [τομή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τομή νεοελλ. φρ. α) «τομικό οστό» ανατ. η μοίρα τής φατνιακής απόφυσης τής άνω γνάθου που φέρει τους τομείς, τους κοπτήρες, και που ορίζεται από δύο ραφές, τις τομικές ραφές, αλλ …

    Dictionary of Greek