τοκο-γλύφος

  • 1ζωδιογλύφος — ζῳδιογλύφος, ον (Α) ζωογλύφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …

    Dictionary of Greek

  • 2ζωογλύφος — ο (Α ζωογλύφος) γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο γλύφος, τοκο γλύφος] …

    Dictionary of Greek

  • 3καλαμογλύφος — καλαμογλύφος, ον (Α) αυτός που γλύφει, δηλ. σκαλίζει το καλάμι και κατασκευάζει γραφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …

    Dictionary of Greek

  • 4καρδοπογλύφος — ο (Α) αυτός που κατασκευάζει καρδόπους, σκάφες για ζύμωμα ή άλλα σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδοπος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …

    Dictionary of Greek

  • 5κερατογλύφος — κερατοφλύφος, ον (Α) αυτός που κατεργάζεται τα κέρατα για την κατασκευή τόξων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …

    Dictionary of Greek

  • 6λιθογλύφος — ο (Α λιθογλύφος) 1. ο λιθογλύπτης 2. τεχνίτης που διακοσμεί λίθους, συνήθως πολύτιμους, με γλυπτές παραστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + γλύφος (< γλύφω «λαξεύω»), πρβλ. ξυλο γλύφος, τοκο γλύφος] …

    Dictionary of Greek

  • 7πτερνογλύφος — ὁ, Α (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλύφει φτέρνες, δηλ. χοιρομήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (ΙΙ) «χοιρομέρι» + γλύφος (< *γλύφος < γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] …

    Dictionary of Greek

  • 8ξοανογλύφος — ξοανογλύφος, ὁ (Μ) γλύπτης ξοάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + γλυφός (< γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] …

    Dictionary of Greek

  • 9ξυλογλύφος — ξυλογλύφος, ον (Α) αυτός που σκαλίζει ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] …

    Dictionary of Greek

  • 10τυρογλύφος — ο, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος ακάρεων τής οικογένειας τυρογλυφίδες αρχ. (κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλύφει, που σκαλίζει το τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + γλύφος (< γλύφω) πρβλ. τοκο γλύφος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι… …

    Dictionary of Greek