τοιοῦτον

  • 31επεξεργάζομαι — (AM ἐπεξεργάζομαι) μσν. νεοελλ. 1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή 2. εκπονώ αρχ. 1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ ἐπεξεργάσατο... τοιοῡτον, ὅ πᾱσι τοῑς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.) 2. πραγματοποιώ, φέρω… …

    Dictionary of Greek

  • 32επικλώθω — (Α ἐπικλώθω) [κλώθω]. 1. κλώθω, γνέθω 2. (για τις Μοίρες που κλώθουν το νήμα τής ζωής) προκαθορίζω, προαποφασίζω, προδιαγράφω («τοῡτο γὰρ λάχος διανταία Μοῑρ’ ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν», Αισχύλ.) 3. (για θεούς) δίνω, παρέχω, προσφέρω («ἀλλ’ οὔ μοι… …

    Dictionary of Greek

  • 33ευυπέρβλητος — εὐυπέρβλητος, ον (Α) αυτός τον οποίο εύκολα κανείς υπερβαίνει, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεπεράσει εύκολα («τὸ γὰρ τοιοῡτον οὐκ εὐυπέρβλητον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπερ βλητος (< υπερ βάλλω), πρβλ. αν υπέρ βλητος] …

    Dictionary of Greek

  • 34εύογκος — εὔογκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης 2. φρ. «εὔογκος φωνή» ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή 3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος 4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῡτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 35καταδείδω — (Α) 1. φοβάμαι πάρα πολύ, κατατρομάζω («τοιοῡτον ἰδὼν τέρας οὐ κατέδεισα», Αριστοφ.) 2. κάνω κάποιον να φοβηθεί πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δείδω «φοβάμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 36καταρτίζω — (AM καταρτίζω) παρασκευάζω κάποιον δίνοντάς του τα αναγκαία εφόδια και ιδίως γνώσεις σε ορισμένο κλάδο, εκπαιδεύω, εξασκώ («τόν κατάρτισε στα μαθηματικά») νεοελλ. ολοκληρώνω κάτι ώστε να είναι πλήρες, συγκροτώ σε ένα οργανικό σύνολο, οργανώνω (α …

    Dictionary of Greek

  • 37κείτομαι — και κοίτομαι (Μ κείτομαι και κείτουμαι και κείθομαι και κοίτομαι) 1. βρίσκομαι κάπου πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, κείμαι 2. είμαι νεκρός, είμαι θαμμένος νεοελλ. είμαι άρρωστος, είμαι παράλυτος («κείτεται από 30 χρονών») μσν. 1. κοιμάμαι («τὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 38κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …

    Dictionary of Greek

  • 39μη γαρ — μὴ γὰρ (Α) (ελλειπτ. φρ.) 1. (συν. σε αποκρίσεις για εμφαντική άρνηση) βεβαίως όχι, καθόλου («μὴ γὰρ λεγέτω τὸ ὄνομα... Μὴ γάρ», Πλάτ.) 2. (σε παρενθετικές προτάσεις) πολύ λιγότερο, δεν θέλω να πω ότι («ἐάσετε οὖν αὐτὸν τὸ τοιοῡτον αὑτοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 40μιμητικός — ή, ό (ΑΜ μιμητικός, ή, όν) [μιμητής] 1. επιτήδειος στο να μιμείται, ικανός στη μίμηση (α. «ο άνθρωπος είναι ζώο μιμητικό» β. «ὁ δὲ μιμητικὸς ποιητὴς δῆλον ὅτι οὐ πρὸς τὸ τοιοῡτον τῆς ψυχῆς πέφυκε», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μιμητική η τέχνη τής …

    Dictionary of Greek