1τοιγαρών — Α ιων. τ. βλ. τοιγαροῡν …
Dictionary of Greek
2τοιγαρῶν — τοιγάρ therefore indeclform (particle) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3τοιγαρούν — και ιων. τ. τοιγαρῶν Α (συμπερ. μόριο) επιτεταμένος τ. τού τοιγάρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιγάρ* + μόριο οὖν / ὦν] …
Dictionary of Greek