τμητός
1τμητός — cut masc nom sg …
2τμητός — ή, ό / τμητός, ή, όν, ΝΑ 1. κομμένος 2. αυτός που μπορεί να τμηθεί, να κοπεί ή να σχιστεί αρχ. χωρισμένος σε μερίδια, σε τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη τού τέμνω* (βλ. λ. τμή γω) + κατάλ. τός*] …
3τμητόν — τμητός cut masc acc sg τμητός cut neut nom/voc/acc sg …
4τμητοῖς — τμητός cut masc/neut dat pl …
5τμητοῖσι — τμητός cut masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6τμητούς — τμητός cut masc acc pl …
7τμητή — τμητός cut fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
8τμητῷ — τμητός cut masc/neut dat sg …
9θεσσαλότμητος — και αττ. τ. θετταλότμητος, ον (Α) (για κρέας) αυτός που έχει κοπεί σαν να πρόκειται να τόν φάει Θεσσαλός, δηλ. ένας λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θεσσαλός + τμητός (< τμητός < τέμνω), πρβλ. ά τμητος, δορί τμητος] …
10λαιμότμητος — λαιμότμητος, ον (Α) 1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.) 2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (<… …