τλῇς
1τλῇς — τλάω suffer aor subj act 2nd sg τλάω suffer pres subj act 2nd sg (doric) τλάω suffer pres ind act 2nd sg (doric) …
2τλῆις — τλῇς , τλάω suffer aor subj act 2nd sg τλῇς , τλάω suffer pres subj act 2nd sg (doric) τλῇς , τλάω suffer pres ind act 2nd sg (doric) …
3τλώ — άω, Α 1. (σχετικά με κόπους, δυσχέρειες, ταλαιπωρίες) υφίσταμαι, υποφέρω, υπομένω 2. απόλ. βαστάζω, κρατώ, αντέχω («τέτλαθι δή, κραδίη», Ομ. Οδ.) 3. (με απρμφ.) τολμώ να κάνω κάτι («οὔτε λόχονδ ἰέναι τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.) 4. (με καλή ή κακή… …