τλητός
1τλητός — patient masc nom sg …
2τλητός — και δωρ. τ. τλατός, ή, όν, Α 1. τλητικός* («τλητὸν γὰρ Μοῑραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν», Ομ. Ιλ.) 2. (με παθ. σημ.) (πάντοτε με άρνηση) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός («οὐ γὰρ γελᾱσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι», Ευρ.).… …
3τλητά — τλητός patient neut nom/voc/acc pl τλητά̱ , τλητός patient fem nom/voc/acc dual τλητά̱ , τλητός patient fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4τλητῶν — τλητός patient fem gen pl τλητός patient masc/neut gen pl …
5τλητόν — τλητός patient masc acc sg τλητός patient neut nom/voc/acc sg …
6τλητῆς — τλητός patient fem gen sg (attic epic ionic) …
7τλητή — τλητός patient fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
8πολύτλητος — ον, Α 1. αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, πολλά βάσανα* 2. άθλιος, ελεεινός («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλητός (πρβλ. βαρύ τλητος)] …
9τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …
10Страдательный залог — (грамм.) залог (см.), обозначающий, что подлежащее является носителем выражаемого глаголом действия, исходная точка которого лежит вне подлежащего. В С. конструкции грамматический субъект является именем объекта действия, обозначаемого глаголом.… …
- 1
- 2