τι-τυχ-σκ-

  • 11Τύχων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος της Αμαθούντας της Κύπρου και διακρίθηκε για την αρετή του. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Ιουνίου. * * * ωνος, ὁ, Α 1. προσωνυμία τού Ερμού 2. προσωνυμία τού Πριάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ τού …

    Dictionary of Greek

  • 12καρπερός — ή, ό (Μ καρπερός, ή, όν) αυτός που παράγει καρπούς, ο καρποφόρος νεοελλ. 1. γόνιμος 2. ο προσοδοφόρος, επωφελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ερός (πρβλ. βροχ ερός, τυχ ερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 13πεθερός — ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ ο πατέρας τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ… …

    Dictionary of Greek

  • 14συντυχία — η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α 1. συζήτηση, κουβεντολόι 2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. τόπος συνάντησης («εκεί ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά… …

    Dictionary of Greek

  • 15συντυχικός — ή, όν, Α αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος. επίρρ... συντυχικῶς Α κατά τύχη, τυχαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντυχ τού αορ. συν έ τυχ οντον συντυγχάνω + κατάλ. ικός] …

    Dictionary of Greek

  • 16τριχερός — ή, ό, Ν δασύς, δασύτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + κατάλ. ερός (πρβλ. ζοφ ερός, τυχ ερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 17τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα …

    Dictionary of Greek