τι τόπῳ
1τοπώ — άω, και έω, Μ [τόπος] τοπάζω* …
2τοπῶ — τοπάζω aim at fut ind act 1st sg (attic epic ionic) …
3τόπω — τόπος place masc nom/voc/acc dual τόπος place masc gen sg (doric aeolic) …
4τόπῳ — τόπος place masc dat sg …
5τόπωι — τόπῳ , τόπος place masc dat sg …
6οικειοτοπώ — οἰκειοτοπῶ, έω (Α) πιθ. 1. είμαι οικοδεσπότης 2. (για πλανήτη) είμαι αυτός που κυριαρχεί στον ζωδιακό κύκλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + τοπῶ (< τόπος), πρβλ. ιδιο τοπώ] …
7τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …
8Iglesia — Para otros usos de este término, véase Iglesia (desambiguación). Columna de Marciano, en Estambul, donde está dibujado un lábaro Contenido 1 …
9Ignacio de Antioquía — San Ignacio de Antioquía Icono que represent …
10Метафизика (Аристотель) — У этого термина существуют и другие значения, см. Метафизика (значения). «Метафизика» (др. греч. τὰ μετὰ τὰ φυσικά  то, что после физики)  известнейший сборник сочинений Аристотеля и первая основополагающая работа одноимённого раздела… …