τιττῠβίζω
1τιττυβίζω — ΝΑ, και τιτυβίζω και τιτιβίζω Ν (για πουλί) κελαηδώ νεοελλ. (για πρόσ) μιμούμαι το κελάηδημα τών πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. αρχ. ινδ. tittira «πέρδικα»), βλ. και λ. τιτιγόνιον, τιτίζω, ψιθυρίζω] …
2τιττυβίζετε — τιττυβίζω twitter pres imperat act 2nd pl τιττυβίζω twitter pres ind act 2nd pl τιττυβίζω twitter imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
3τιττυβίζουσιν — τιττυβίζω twitter pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τιττυβίζω twitter pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
4τιττυβιζούσης — τιττυβίζω twitter pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …
5τιττυβίζειν — τιττυβίζω twitter pres inf act (attic epic) …
6ἐτιττύβιζεν — τιττυβίζω twitter imperf ind act 3rd sg …
7τινθυρίζω — Α (για πτηνά) τιττυβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τιτίζω, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)] …
8τιτίζω — Α τιττυβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τέττιξ, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)] …
9τιττύβισμα — και τιτίβισμα, το, Ν [τιττυβίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τιττυβίζω …
10αμφιτιττυβίζω — ἀμφιτιττυβίζω (Α) (για πουλιά) τιτιβίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τιττυβίζω*] …
- 1
- 2