τιτθός
1τιτθός — breast masc nom sg …
2τιτθός — ὁ, Α 1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.) 2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός 3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ.… …
3τιτθοῖς — τιτθός breast masc dat pl …
4τιτθοῖσι — τιτθός breast masc dat pl (epic ionic aeolic) …
5τιτθοῖσιν — τιτθός breast masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6τιτθοί — τιτθός breast masc nom/voc pl …
7τιτθοῦ — τιτθός breast masc gen sg …
8τιτθούς — τιτθός breast masc acc pl …
9τιτθῷ — τιτθός breast masc dat sg …
10τιτθόν — τιτθός breast masc acc sg …
Страницы