τιτήνᾶς
1Τιτῆνας — Τῑτῆνας , Τιτάν the Titans masc acc pl (ionic) …
2τιτήνας — τιτήνᾱς , τιταίνω stretch aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) τιτήνᾱς , τιτήνη fem acc pl τιτήνᾱς , τιτήνη fem gen sg (doric aeolic) …
3επίκληση — η (AM ἐπίκλησις) [επικαλώ] έκκληση για βοήθεια, παράκληση για συνδρομή με προσευχή, ικεσία, επίκληση τού ονόματος («ἐπίκλησις δαιμόνων», Δίων Κάσσ.) μσν. κατά τη θεία λειτουργία η αναφορά τού ονόματος τού προσώπου που τιμάται αρχ. 1. παρατσούκλι …