τινὶ

  • 111αμεταμέλητος — η, ο (Α ἀμεταμέλητος, ον) [μεταμέλομαι] (για πρόσωπα) αυτός που δεν μεταμελείται για την πράξη του, ο αμετανόητος αρχ. 1. (για πράξεις) αυτός, για τον οποίο δεν μετανιώνει κανείς 2. φρ. «ἀμεταμέλητόν ἐστι τί τινι», δεν έχει κανείς κάτι για το… …

    Dictionary of Greek

  • 112αμφικαλύπτω — ἀμφικαλύπτω (Α) [καλύπτω] Ι. (με αιτ.) ἀμφικαλύπτω τι ἢτινά 1. περιτυλίσσω, περικαλύπτω, σκεπάζω 2. καλύπτω τελείως, συσκοτίζω «ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε» (Όμ. Γ 442), ο πόθος μού θόλωσε τον νού 3. (για κύμα) κατακαλύπτω, κατακλύζω ΙΙ. (με αιτ. και… …

    Dictionary of Greek

  • 113αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… …

    Dictionary of Greek

  • 114απομνημονεύω — (Α ἀπομνημονεύω) προσπαθώ να συγκρατήσω, συγκρατώ στη μνήμη μου, αποστηθίζω αρχ. 1. διηγούμαι από μνήμης 2. ανακαλώ στη μνήμη μου 3. «ἀπομνημονεύω τινί τι» ἔχω ἄσχημη ἐντύπωση, σκέπτομαι κακό για κάποιον 4. φρ. «ἀπομνημονεύω ὄνομα» δίνω όνομα για …

    Dictionary of Greek

  • 115αποστολή — η (ΑΜ ἀποστολή) [αποστέλλω] το να αποστέλλει κανείς κάτι νεοελλ. 1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός 2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία 3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η… …

    Dictionary of Greek

  • 116ασχολία — η (Α ἀσχολία) [άσχολος] 1. ενασχόληση, απασχόληση, εργασία 2. τακτική εργασία, επάγγελμα 3. (στα νεοελλ. κυρίως στον πληθ.) η απασχόληση που δεν αφήνει χρονικά περιθώρια να ασχοληθεί κανείς και με κάτι άλλο αρχ. 1. έλλειψη χρόνου ή ανάπαυσης,… …

    Dictionary of Greek

  • 117αφικνούμαι — (AM ἀφικνοῡμαι, έομαι) [ικνούμαι] 1. φθάνω 2. έρχομαι, φθάνω κάπου ή σε κάποιον·|| αρχ. 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) απολήγω, καταλήγω, καταντώ 2. (μτφ. για σχέσεις με άλλους) έρχομαι ή φθάνω σε μια ορισμένη σχέση 3. φρ. «ἀφικνοῡμαι ἐπί...» ή… …

    Dictionary of Greek

  • 118γηρύω — και γαρύω (Α) [γήρυς, γάρυς] 1. τραγουδώ, ψάλλω 2. λέγω, μιλώ 3. τραγουδώ, εξυμνώ κάποιον ή κάτι 4. «γηρύομαί τινι» διαγωνίζομαι στο τραγούδι μαζί με κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 119γνώμη — η (AM γνώμη) 1. σκέψη, ιδέα, άποψη («σύμφωνη γνώμη, αντίθετη γνώμη, τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην») 2. θέληση, επιθυμία (α. «δεν τού κάμε τη γνώμη του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην σύμφωνα με την επιθυμία του») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 120γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …

    Dictionary of Greek