τινὰ λέγοντα
1παραχρώμαι — άομαι, ΜΑ μσν. 1. κάνω ερωτικές καταχρήσεις («παραχράται πολύ σφοδρῶς συνουσιάζει, ἀκολάστως μίγνυται εἴρηται δὲ καὶ περὶ ἐκάστου πράγματος ὅ ἐκ περιουσίας γίνεται», λεξ. Σούδα) 2. κάνω κατάχρηση λέξεως («Σοφοκλής παραχρᾱται τῇ λέξει… …
2προδοξάζω — Α κρίνω, σχηματίζω γνώμη εκ τών προτέρων («διὰ τὸ προδεδοξάσθαι ποιόν τινα εἶναι τὸν λέγοντα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοξάζω (< δόξα «γνώμη»)] …