τιμῇ

  • 1τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …

    Dictionary of Greek

  • 2τιμή — η 1. εκδήλωση εκτίμησης, υπόληψη, σεβασμός: Τιμή στους προγόνους μας. 2. πληθ., τιμές, οι εκδηλώσεις σεβασμού, ιδιαίτερης διάκρισης: Στρατιωτικές τιμές. 3. ό,τι εξυψώνει κάποιον στα μάτια του άλλου, αίγλη: Μου κάνετε τιμή που έρχεστε στο φτωχικό… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3τιμῇ — τῑμῇ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres ind mp 2nd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres subj act 3rd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres ind act 3rd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (epic… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4τιμή — τῑμή , τιμή worship fem nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5τίμη — τί̱μη , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg (doric) τί̱μη , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τί̱μη , τιμάω honour imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τιμέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6αναμενόμενη τιμή — Στη θεωρία των πιθανοτήτων, η μέση τιμή ενός μεγέθους, n υπολογισμένη από τη συνάρτηση κατανομής f(n), που δείχνει πόσες φορές εμφανίζεται μία συγκεκριμένη τιμή του μεγέθους n. Ας υποθέσουμε ότι ένας μαθητής σε μια περίοδο μερικών χρόνων έδωσε… …

    Dictionary of Greek

  • 7οριακή τιμή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά με την ίδια σημασία που χρησιμοποιείται η λέξη όριο. Βλ. λ. όριο …

    Dictionary of Greek

  • 8ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …

    Dictionary of Greek

  • 9μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …

    Dictionary of Greek

  • 10μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …

    Dictionary of Greek