τιμωρίη
1τιμωρίη — τῑμωρίη , τιμωρία retribution fem nom/voc sg (epic ionic) …
2τιμωρία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. τιμωρίη Α [τιμωρός] 1. ανταπόδοση κακού, εκδίκηση 2. ποινή που επιβάλλεται από την πολιτεία για πράξη που θίγει τους νόμους 3. η θεία δίκη που πλήττει αυτόν ο οποίος παρέβη τους γραπτούς και, κυρίως τους άγραφους κανόνες τού… …