τιμάοχος
1τιμάοχος — τῑμάοχος , τιμάοχος masc/fem nom sg …
2τιμάοχος — ον, Α (δωρ. και επικ. τ.) βλ. τιμοῡχος …
3τιμούχος — και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές 2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + οῦχος* (< …