τιμάεις

  • 1τιμάεις — εσσα, εν, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμήεις …

    Dictionary of Greek

  • 2τιμάεις — τῑμάεις , τιμάω honour pres ind act 2nd sg (epic) τῑμά̱εις , τιμήεις honoured masc nom sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …

    Wikipedia

  • 4συναίρεση — η / συναίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [συναιρώ] γραμμ. η συγχώνευση, μέσα σε μία λέξη, δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μακρό φωνήεν ή δίφθογγο, π.χ. αγαπάω: αγαπώ, γέα: γῆ, τιμάεις: τιμᾷς νεοελλ. χημ. προοδευτική αποβολή τού υγρού μέσου διασποράς …

    Dictionary of Greek

  • 5τιμήεις — και δωρ. τ. τιμάεις, εσσα, εν, και συνηρ. τ. αρσ. τιμῆς ή τιμῇς και τ. θηλ. σε επιγρ. τιμάFεσσα Α 1. (για θεούς και ανθρώπους) αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο σεβασμού και τιμών, ο σεβαστός 2. (για πράγμ.) πολύτιμος, ακριβός («καὶ χρυσὸν… …

    Dictionary of Greek