τιθηνός
1τιθηνός — nursing masc/fem nom sg …
2τιθηνός — όν, Α [τιθήνη] 1. αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή μικρού παιδιού, τροφός 2. αυτός που δέχεται τις περιποιήσεις τού ή τής τροφού, ο γαλουχούμενος («παῑδα τιθηνόν», επιγρ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ τιθηνός άτομο που ασχολείται με την ανατροφή… …
3τιθηνόν — τιθηνός nursing masc/fem acc sg τιθηνός nursing neut nom/voc/acc sg …
4τιθηνοί — τιθηνός nursing masc/fem nom/voc pl …
5τιθηνούς — τιθηνός nursing masc/fem acc pl …
6τιθηνά — τιθηνός nursing neut nom/voc/acc pl …
7τιθηνέ — τιθηνός nursing masc/fem voc sg …
8τιθηνῷ — τιθηνός nursing masc/fem/neut dat sg …
9τιθηνοκόμος — ὁ, Α τιθηνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός» + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κόμος] …
10τιθηνοῖς — τιθηνέομαι pres opt act 2nd sg (attic epic doric) τιθηνέω take care of pres opt act 2nd sg (attic epic doric) τιθηνός nursing masc/fem/neut dat pl …
- 1
- 2