τιθήνα
1τιθήνα — τιθήνᾱ , τιθήνη nurse fem nom/voc/acc dual τιθήνᾱ , τιθήνη nurse fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2τιθηνά — τιθηνός nursing neut nom/voc/acc pl …
3τιθήνας — τιθήνᾱς , τιθήνη nurse fem acc pl τιθήνᾱς , τιθήνη nurse fem gen sg (doric aeolic) …
4τιθήναι — τιθήνᾱͅ , τιθήνη nurse fem dat sg (doric aeolic) …
5τιθήναν — τιθήνᾱν , τιθήνη nurse fem acc sg (doric aeolic) …
6τιθήνη — και δωρ. τ. τιθήνα, ἡ, Α 1. τροφός μικρού παιδιού, παραμάννα, βυζάστρα 2. μητέρα 3. φρ. α) «χιόνος τιθήνα» μτφ. το ηφαίστειο Αίτνα (Πίνδ.) β) «ἡ τῆς γενέσεως τιθήνη» μτφ. η γη (Πλάτ., Αριστοτ.) γ) «βίου τιθήνη» μτφ. το τραπέζι τού δείπνου (Τιμοκλ …