τηΰσιος
1τηΰσιος — και ταΰσιος, ία, ον, Α μάταιος, ανώφελος («τηϋσίην ὁδόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. επίθ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί μέσω μιας αρχικής σημ. «απατηλός» στην ΙΕ ρίζα *(s)tāi «κλέβω», tāiu s «κλέφτης» (πρβλ. τους τ. με σημ. «κλέφτης» αρχ …
2τηυσίως — τηύσιος idle adverbial τηύσιος idle masc acc pl (doric ionic) …
3τηύσιον — τηύσιος idle masc acc sg τηύσιος idle neut nom/voc/acc sg …
4τηυσίη — τηύσιος idle fem nom/voc sg (epic ionic) …
5τηυσίην — τηύσιος idle fem acc sg (epic ionic) …
6τηυσίου — τηύσιος idle masc/neut gen sg …
7τηύσιοι — τηύσιος idle masc nom/voc pl …
8тайна — тайный, тайком, укр. тайна, тайний, др. русск. таи тайный, тайна , таина, таинъ, таити, таю, ст. слав. таи λάθρα (Супр.), таинъ ἀπόκρυφος, κρυπτόμενος (Супр.), таина μυστήριον (Супр.), болг. тайна, тайно, сербохорв. таjати таить , та̑jна, словен …
9αύσιος — αὔσιος, ον (Α) τηΰσιος*, μάταιος …
10διαπρύσιος — α, ο (AM διαπρύσιος, α, ον) αυτός που υπερασπίζεται ζωηρά κάτι, ένθερμος υποστηρικτής («διαπρύσιος κήρυξ») αρχ. 1. διαπεραστικός, οξύς 2. αυτός που έχει διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία σύνθετη λ. η οποία στο β συνθετικό παρουσιάζει μορφολογική …
- 1
- 2