τητος
1τήτος — ους, και εος, τὸ, Α η τήτη*.. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τήτη, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε ος] …
2τήτει — τῆτος neut nom/voc/acc dual (attic epic) τήτεϊ , τῆτος neut dat sg (epic ionic) τῆτος neut dat sg …
3ανθυγιεινότης — ( τητος), η η ιδιότητα του ανθυγιεινού, η νοσηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθυγιεινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γερμανό γιατρό Βερνάρδο Όρνσταϊν στην εφημερίδα Εφημερίς] …
4περιβλεπτότης — τητος, ἡ, ΜΑ [περίβλεπτος] 1. η ιδιότητα τού περίβλεπτου, το να είναι κανείς ή κάτι περιφανής/ές 2. (στο Βυζάντιο) (ως τιμητικός τίτλος) εξοχότητα …
5τήτεα — τῆτος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …
6τήτη — want fem nom/voc sg (attic epic ionic) τῆτος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τῆτος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
7-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …
8-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …
9αρρενότης — ἀρρενότης ( τητος), η (AM) [άρρην] η ιδιότητα του αρσενικού, η αρρενωπότητα …
10dāu-, dǝu-, dū̆ - — dāu , dǝu , dū̆ English meaning: to burn Deutsche Übersetzung: 1. “brennen”, 2. “verletzen, quälen, vernichten, feindselig” Note: uncertainly, whether in both meaning originally identical (possibly partly as “ burning pain “,… …