της έντασης

  • 111δακτυλιοειδές ρεύμα — Ηλεκτρικό ρεύμα που ρέει προς τα δυτικά γύρω από τη Γη. Το ρεύμα αυτό οφείλεται σε μια ροή ηλεκτρονίων προς τα ανατολικά και μια ροή πρωτονίων προς τα δυτικά που έχουν παγιδευτεί στις ζώνες ακτινοβολίας Βαν Άλεν. Εξαιτίας της ροής αυτής του… …

    Dictionary of Greek

  • 112Λάνγκλεϊ, Σάμουελ Πίρποντ — (Samuel Pierpont Langley, Ρόξμπερι, Μασαχουσέτη 1834 – Έικεν, Νότια Καρολίνα 1906). Αμερικανός αστροφυσικός. Διετέλεσε διευθυντής του αστεροσκοπείου Αλέγκενι και ανώτερο στέλεχος του ινστιτούτου Σμίθσον της Ουάσιγκτον. Μελέτησε την κατανομή της… …

    Dictionary of Greek

  • 113εκτόνωση — η 1. χαλάρωση της έντασης, ξετέντωμα, ξελασκάρισμα. 2. (μηχ.), απότομη ελάττωση της πίεσης αερίου, που γίνεται με την αύξηση του όγκου του. 3. (φυσ.), η αύξηση του όγκου αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στην ελάττωση της… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 114δάχτυλο — Καθένα από τα πέντε άκρα των ποδιών και των χεριών στους ανθρώπους και σε πολλά ζώα. δ. δρομέα. Επώδυνη αιμορραγία κάτω από το νύχι του δ. του ποδιού, που οφείλεται σε τραυματισμό της βάσης του νυχιού. Προκαλείται από άμεσο χτύπημα ή από την… …

    Dictionary of Greek

  • 115ηχομετρία — η 1. (τεχν.) η τεχνική τής μέτρησης τού ήχου 2. φυσ. η συγκριτική μελέτη τής διάρκειας, τής έντασης και τού ύψους τών ήχων με τη βοήθεια ηχομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sonometrie < sono < son «ήχος» + metrie… …

    Dictionary of Greek

  • 116μετριασμός — ο (Α μετριασμός) [μετριάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετριάζω η ελάττωση τής οξύτητας ή τής έντασης, περιστολή, περιορισμός («μετριασμός τής ποινής») νεοελλ. μτφ. ανακούφιση, καταπράυνση, άμβλυνση αρχ. χαριεντισμός, αστειότητα, χωρατό …

    Dictionary of Greek

  • 117παρακουσία — η ιατρ. αλλοίωση τής ακοής που εκδηλώνεται με εσφαλμένη αντίληψη τής χροιάς και τής έντασης τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paracusia < παρ(α) * + ακούω] …

    Dictionary of Greek

  • 118φωνομετρία — η, Ν 1. η μέτρηση τής έντασης τών ήχων 2. (φωνητ.) σύστημα πειραματικής διερεύνησης τών φωνητικών χαρακτηριστικών τής γλώσσας επί στατιστικής βάσεως, το οποίο στηρίχθηκε στις έρευνες που διεξήγαγε από τη δεκαετία τού 1930 ο Γερμανός μελετητής τής …

    Dictionary of Greek

  • 119χιονοστιβάδα — Μεγάλη μάζα χιονιού, που κινείται αργά ή γκρεμίζεται από τις πλαγιές κάποιου βουνού. Στα ψηλά βουνά, όπου το χιόνι δεν λιώνει το καλοκαίρι, συσσωρεύεται διαρκώς, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κινηθεί εξαιτίας της βαρύτητας, ένας μεγάλος όγκος… …

    Dictionary of Greek

  • 120εγκλισίμετρο — Όργανο της τοπογραφίας με το οποίο μετριέται η γωνία έγκλισης, δηλαδή η γωνία που σχηματίζεται σε έναν τόπο από το διάνυσμα της έντασης του γήινου μαγνητικού πεδίου με την οριζόντια συνιστώσα του. Αποτελεί είδος επαγωγικού μετρητή που μετρά τη… …

    Dictionary of Greek