της έντασης

  • 101Ωμ, Γκεόργκ Ζίμον — (Ohm, Έρλαγκεν 1787 Mόναχο 1854). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε σε δύσκολες συνθήκες και κατά διαστήματα, λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων και επειδή βοηθούσε τον σιδηρουργό πατέρα του. Το 1813 δίδαξε ως δάσκαλος στο Μπάμπεργκ και το 1817 ως… …

    Dictionary of Greek

  • 102Τζάουλ — ο, Ν φρ. α) «εκτόνωση Τζάουλ» φυσ. αδιαβατική εκτόνωση ενός αερίου χωρίς την παραγωγή εξωτερικού έργου, εκτόνωση η οποία, στην περίπτωση ενός ιδανικού αερίου πραγματοποιείται χωρίς μεταβολή τής θερμοκρασίας β) «νόμος Τζάουλ» i) θερμοδυναμικός… …

    Dictionary of Greek

  • 103πιεζοηλεκτρισμός — Ιδιότητα ορισμένων κρυστάλλων να εκδηλώνουν επιφανειακές διανομές ηλεκτρικών φορτίων αντίθετου σημείου, με την επίδραση μηχανικών ελαστικών παραμορφώσεων (ευθύ πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο), ή, αντίστροφα, να παραμορφώνονται, όταν υποβάλλονται στην… …

    Dictionary of Greek

  • 104ανεμόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ταχύτητας του ανέμου. Αποτελείται από έναν τροχό σε σχήμα έλικα με λοξά πτερύγια ή από τρία ή τέσσερα ημισφαιρικά κύπελλα και ένα στροφόμετρο. O άνεμος κάνει τη συσκευή αυτή να περιστρέφεται και η ταχύτητά του… …

    Dictionary of Greek

  • 105παραθλασίμετρο ακτίνων Ρέντγκεν — Συσκευή για τη μέτρηση της έντασης και της διεύθυνσης της ακτινοβολίας Ρέντγκεν, που παραθλάται σε κρυσταλλικό αντικείμενο. Η συσκευή αυτή βρίσκει εφαρμογή στη λύση διαφόρων προβλημάτων της κρυσταλλογραφικής ανάλυσης με ακτίνες Ρέντγκεν.… …

    Dictionary of Greek

  • 106αμοιβαία επαγωγή — Στη φυσική, α.ε. ονομάζεται μια ειδική περίπτωση της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής κατά την οποία παράγεται ΗΕΔ (ηλεκτρεγερτική δύναμη) σε ένα κύκλωμα, εξαιτίας των μεταβολών της έντασης του ρεύματος ενός γειτονικού κυκλώματος. Αν ένα πηνίο α… …

    Dictionary of Greek

  • 107βατόμετρο — Όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ισχύος που απορροφά ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας τους, τα β. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, επαγωγικά, θερμικά κλπ. Το ηλεκτροδυναμικό β. αποτελείται από… …

    Dictionary of Greek

  • 108ραδιοθεοδόλιχος — Όργανο με το οποίο μετριέται το αζιμούθιο και το ύψος των μετεωρολογικών αεροστάτων, που είναι εφοδιασμένα με πομπό, για να κατορθωθεί ο προσδιορισμός της κατεύθυνσης και της έντασης των ανέμων της ανώτερης ατμόσφαιρας. Ο ρ. είναι εφοδιασμένος με …

    Dictionary of Greek

  • 109τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …

    Dictionary of Greek

  • 110φασματοχημικός — ή, ό, Ν φρ. «φασματοχημική ανάλυση» χημ. το σύνολο τών μεθόδων χημικής ανάλυσης που βασίζονται στη μέτρηση τού μήκους κύματος και τής έντασης τής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και τα οποία περιλαμβάνουν όλες τις συχνότητες αυτής τής ακτινοβολίας …

    Dictionary of Greek