-
1 τυπα>τής
[типотис] ουσ. а. печатник.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τυπα>τής
-
2 опреснительныйабзтаб[απρισνίτιλ'νυϊ] εκ. της αφαλάτωσης
[απραβιργκάτ'] ρ. διαψεύδωРусско-греческий новый словарь > опреснительныйабзтаб[απρισνίτιλ'νυϊ] εκ. της αφαλάτωσης
-
3 опреснительныйабзтаб[απρισνίτιλ'νυϊ] επ της αφαλάτωσης
[απραβιργκάτ'] ρ διαψεύδωРусско-эллинский словарь > опреснительныйабзтаб[απρισνίτιλ'νυϊ] επ της αφαλάτωσης
-
4 горячекатаный
της θερμής έλασηςτης έλασης εν θερμώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > горячекатаный
-
5 деревообрабатывающий
της επεξεργα-σίας/κατεργασίας της ξυλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деревообрабатывающий
-
6 опорный
της στήριξης, της έδρασης, του ερείσματος, στηρικτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опорный
-
7 просторечный
της απλής δημοτικής (γλώσσας), της απλής καθομιλουμένης (γλώσσας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просторечный
-
8 арбитражный
της διαιτησίας, διαιτησιακός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > арбитражный
-
9 банковский
της τράπεζαςτραπεζικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > банковский
-
10 буксирный
της ρυμούλκησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > буксирный
-
11 водосточный
της υδρορροής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водосточный
-
12 входной
της εισόδου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > входной
-
13 заглавный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заглавный
-
14 загрузочный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрузочный
-
15 закроечный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закроечный
-
16 колоратурный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колоратурный
-
17 кровельный
της στέγης, στεγαστικός, - ое железо το έλασμα οροφής, τα σιδηρό-φυλλα στέγης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кровельный
-
18 машиностроительный
(της) κατασκευής μηχανών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > машиностроительный
-
19 металлообрабатывающий
της επεξεργασίας του μετάλλου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > металлообрабатывающий
-
20 механосборочный
της συναρμολόγησης μηχανών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > механосборочный
См. также в других словарях:
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
Τῆς ῥινὸς ἔλκειν. — τῆς ῥινὸς ἔλκειν. См. Водить за нос … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τῆς παιδείας τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. — Τῆς παιδείας (ἔφη Ἀριστοτέλης) τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. См. Корень ученья горек, а плоды сладки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τῆς — ὁ lentil fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τῇς — ὁ lentil fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τῆς αὐτῆς κεραμείας. — См. Из одной глины … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… … Dictionary of Greek
περιβολής, έριδα της- — Έτσι είναι γνωστή στην ευρωπαϊκή ιστορία η μακρόχρονη και οξύτατη πολιτικοθρησκευτική σύγκρουση ανάμεσα στον πάπα και στον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η έριδα κράτησε από το 1075 ώς το 1122 και είχε ως αφορμή την απόπειρα του… … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek