τηλέπορος
1τηλέπορος — ον, Α 1. αυτός που πορεύεται ή φθάνει μακριά («τηλέπορον βλήμα», Λυρ. Αδέσπ.) 2. αυτός που βρίσκεται πολύ μακριά, αυτός που απέχει πολύ, ή αυτός που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος (α. «τηλεπόροις δ ἐν ἄντροις», Σοφ. β. «τηλέπορος ᾅδης», Ορφ. Ύμν.).… …
2τηλέπορον — τηλέπορος far travelling masc/fem acc sg τηλέπορος far travelling neut nom/voc/acc sg …
3τηλεπόροιο — τηλέπορος far travelling masc/fem/neut gen sg (epic) …
4τηλεπόροις — τηλέπορος far travelling masc/fem/neut dat pl …
5τηλεπόρου — τηλέπορος far travelling masc/fem/neut gen sg …
6τηλεπόρους — τηλέπορος far travelling masc/fem acc pl …
7τηλεπόρων — τηλέπορος far travelling masc/fem/neut gen pl …
8τηλεπόρῳ — τηλέπορος far travelling masc/fem/neut dat sg …
9πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …
10τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… …
- 1
- 2