τηλεδαπός
1τηλεδαπός — from a far country masc nom sg …
2τηλεδαπός — ή, όν, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που προέρχεται από μακρινή χώρα, ξένος («ἀνδρῶν τηλεδαπῶν», Ομ. Οδ.) 2. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, μακρινός («...νήσων ἔπι τηλεδαπάων», Ομ. Οδ.). επίρρ... τηλεδαπῶς ΜΑ (κατά τον Ζων.)… …
3τηλεδαπῶν — τηλεδαπός from a far country fem gen pl τηλεδαπός from a far country masc/neut gen pl …
4τηλεδαπόν — τηλεδαπός from a far country masc acc sg τηλεδαπός from a far country neut nom/voc/acc sg …
5τηλεδαπαῖς — τηλεδαπός from a far country fem dat pl …
6τηλεδαποί — τηλεδαπός from a far country masc nom/voc pl …
7τηλεδαπῶς — τηλεδαπός from a far country adverbial …
8τηλεδαπῷ — τηλεδαπός from a far country masc/neut dat sg …
9αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και …
10τηλεδαπάς — τηλεδαπά̱ς , τηλεδαπός from a far country fem acc pl …
- 1
- 2