τηλεγραφώ
1τηλεγραφώ — τηλεγραφώ, τηλεγράφησα βλ. πίν. 73 …
2τηλεγραφώ — έω, Ν [τηλέγραφος] 1. στέλνω τηλεγράφημα, παραδίδω κείμενο για να αποσταλεί τηλεγραφικά 2. διαβιβάζω μήνυμα με τον τηλέγραφο, χειρίζομαι τον τηλέγραφο …
3τηλεγραφώ — τηλεγράφησα, τηλεγραφήθηκα 1. χειρίζομαι τηλεγραφική συσκευή. 2. συνεννοούμαι με τηλέγραφο. 3. πληροφορώ τηλεγραφικά: Μας τηλεγράφησε ότι έρχεται …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ραδιογραφώ — έω, Ν [ραδιογραφία] 1. ακτινογραφώ 2. τηλεγραφώ με ασύρματο τηλέγραφο, ραδιοτηλεγραφώ …
5τηλεγραφητής — ο, θηλ. τηλεγραφήτρια, Ν υπάλληλος που διαβιβάζει και παίρνει τηλεγραφήματα με την τηλεγραφική συσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεγραφώ. Το αρσ. τηλεγραφητής μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος, ενώ το θηλ.,… …