τηλαυγῶς

  • 1τηλαυγώς — ΜΑ επίρρ. βλ. τηλαυγής …

    Dictionary of Greek

  • 2τηλαυγῶς — τηλαυγής far shining adverbial (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3τηλαυγής — Φιλόσοφος από τη Σάμο, γιος του Πυθαγόρα, δάσκαλος του Εμπεδοκλή. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει ότι ο Τ. δεν έγραψε κανένα έργο. Άλλες πηγές τον θέλουν συγγραφέα των έργων Τετρακτύς και Περί θεών ή Ιερός λόγος. * * * ές, ΝΜΑ αυτός που φέγγει σε… …

    Dictionary of Greek

  • 4ԲԱՑԱՓԱՅԼ — ( ) NBH 1 474 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 9c, 10c ա. τηλαυγής longe splendorem spargens, praefulgens Արտափայլեալ. պայծառափայլ. անաղօտ. յստակ. ջինջ. *Իբրեւ զաստեղս, այսինքն մաքուրս եւ բացափայլս: Երեկոյին ամանակն՝ ոչ բացափայլս:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 5ԲԱՑԱՓԱՅԼԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 474 Chronological Sequence: 8c, 12c, 14c մ. τηλαυγῶς clare, liquide որ եւ ԲԱՑԱՓԱՅԼՈՒԹԵԱՄԲ. Պայծառապէս, անաղօտաբար. յայտնապէս. *Տեսանեն եւ լսեն զաստուածայինսն բացափայլապէս յայտնեալ նոցա: Դիոն. թղթ.: *Որք բացափայլապէս զաննիւթ գիտութիւնն… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)