τε μαχα

  • 21κύκνειος — α, ο(ν) (Α κύκνειος, α, ον, θηλ. και ος και κυκνῑτις, ίτιδος) [κύκνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο ή προέρχεται από τον κύκνο («κύκνειοι πρὸς φιληκοΐαν φωναί», ΠΔ) νεοελλ. φρ. «το κύκνειον άσμα» ή απλώς «το κύκνειο» το τελευταίο έργο …

    Dictionary of Greek

  • 22μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …

    Dictionary of Greek

  • 23χειρομάχα — ἡ, ΜΑ συντεχνία τών χειρώνακτων στην Μίλητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάχα, δωρ. τ. τού μάχη] …

    Dictionary of Greek

  • 24Ανουρανταπούρα — (Anuradhapuraya).Πόλη (57.200 κάτ. το 2002) της Σρι Λάνκα, στο βόρειο τμήμα του νησιού, πρωτεύουσα της βόρειας κεντρικής επαρχίας, σε απόσταση περίπου 165 χλμ. από την πρωτεύουσα Κολόμπο. Είναι ιερή πόλη των βουδιστών, γι’ αυτό συγκεντρώνονται σε …

    Dictionary of Greek

  • 25σίνγκον — Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που πρωτοεμφανίστηκε στην Κίνα το 806 αλλά που προερχόταν από τον Κόμπο Νταϊσί (774 835). Οι διδασκαλίες του βασίζονται στην αντίληψη ότι το σύμπαν αποτελεί εκδήλωση της κοσμικής συνείδησης, ταυτιζόμενη με το Βούδα,… …

    Dictionary of Greek

  • 26Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …

    Dictionary of Greek

  • 27Λάμαχ' — Λά̱μαχα , Λάμαχος sapula neut nom/voc/acc pl Λά̱μαχε , Λάμαχος sapula masc/fem voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 28μαχᾶν — μάχη battle fem gen pl (doric aeolic) μαχάω wish to fight pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαχάω wish to fight pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μαχάω wish to fight pres part act masc nom sg (doric aeolic) μαχᾶ̱ν , μαχάω… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 29μάχαι — μάχη battle fem nom/voc pl μάχᾱͅ , μάχη battle fem dat sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)