τεϑαλυῖα

  • 1τεθαλυῖα — θάλλω sprout perf part act fem nom/voc sg (epic) τεθᾱλυῖα , θάλλω sprout perf part act fem nom/voc sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… …

    Dictionary of Greek