τεύχη
1τεύχη — τεύ̱χη , τεῦχος tool neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τεύ̱χη , τεῦχος tool neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
2τεύχῃ — τεύχω make ready pres subj mp 2nd sg τεύχω make ready pres ind mp 2nd sg τεύχω make ready pres subj act 3rd sg …
3τεύχηι — τεύχῃ , τεύχω make ready pres subj mp 2nd sg τεύχῃ , τεύχω make ready pres ind mp 2nd sg τεύχῃ , τεύχω make ready pres subj act 3rd sg …
4τευχήεις — εσσα, ῆεν, Α οπλισμένος («ὅσοισιν ὕπερθε καρήατα τευχήεντα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος (πρβλ. τευχη στής, τευχη στήρ) + κατάλ. εις (βλ. λ. όεις)] …
5АДЕДИ — (греч. Α.Δ.Ε.Δ.Υ., полное название Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημόσιων Υπαλλήλων)  конфедерация профсоюзов государственных служащих Греции, крупнейшее объединение госслужащих в стране. Действующий президент конфедерации  Спирос… …
6LOCUSTAE — Hebr. chagabim dictae; quia, cum turmatim volant, Solis lumini velum videntur obtendere, ab Arab. chagaba, quod velare est, Imo non Solem tantum multitudine suâ obumbrant, sed et Lunam, cum noctu volant, mortalium visui subducunt, Ioël. c. 2. v.… …
7αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… …
8επτάτευχος — ἑπτάτευχος, ἡ (AM) (βίβλος) με επτά τεύχη, τόμους …
9ζυγίς — η (Α ζυγίς, ίδος) [ζυγόν] νεοελλ. 1. είδος τού φυτού θύμος 2. ναυτ. στον πληθ. ζυγίδες ξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη τού θωρακίου τόσο στην πρώρα όσο και στην πρύμνη τού ιστού, για να υποστηρίζουν το θωράκιο αρχ.… …
10κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …