τεύχη

  • 11καθαρπάζω — (AM) αρπάζω κάτι βιαστικά ή με βίαιο τρόπο, παίρνω κάτι στα χέρια μου («τεύχη πασσάλων καθαρπάσας», Ευρ.) αρχ. 1. οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι 2. λεηλατώ, διαρπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἁρπάζω] …

    Dictionary of Greek

  • 12καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… …

    Dictionary of Greek

  • 13μυριοτευχής — μυριοτευχής, ές (Α) αυτός που συνοδεύεται από δέκα χιλιάδες ένοπλους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + τευχής (< τεύχη «όπλα»), πρβλ. χρυσο τευχής] …

    Dictionary of Greek

  • 14οκτάτευχος — και οχτάτευχος, η, ο (ΑΜ ὀκτάτευχος, ον) 1. αυτός που αποτελείται από οκτώ τεύχη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ὀκτάτευχος α) τόμος ο οποίος περιλαμβάνει τα οκτώ πρώτα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης β) τίτλος έργου τού Οστάνη γ) τίτλος έργου τής Ευδοκίας.… …

    Dictionary of Greek

  • 15οξιά — Δέντρο της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι φηγός η δασική. Υπερβαίνει συχνά τα 30 μ. σε ύψος και σχηματίζει θαυμάσια δάση στις πλαγιές των βουνών στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης. Στην Ελλάδα… …

    Dictionary of Greek

  • 16πεντάτευχος — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζεται συνήθως το σύνολο των πέντε πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (Γένεση, Έξοδος, Λευιτικόν Αριθμοί, Δευτερονόμιον, που εβραϊκά έχει τον τίτλο Τορά, δηλαδή νόμος, διδασκαλία). Η Π., που περιλαβαίνει θεμελιώδεις… …

    Dictionary of Greek

  • 17πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …

    Dictionary of Greek

  • 18σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… …

    Dictionary of Greek

  • 19τρίτευχος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία τεύχη, από τρεις τόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τεῦχος (πρβλ. ἑπτά τευχος)] …

    Dictionary of Greek

  • 20τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά …

    Dictionary of Greek