τεχνίτᾳ
1τεχνῖτα — τεχνίτης artificer masc voc sg τεχνίτης artificer masc nom sg (epic) …
2τεχνίτα — τεχνί̱τᾱ , τεχνίτης artificer masc nom/voc/acc dual τεχνί̱τᾱ , τεχνίτης artificer masc gen sg (doric aeolic) …
3τεχνίτᾳ — τεχνί̱τᾱͅ , τεχνίτης artificer masc dat sg (doric aeolic) …
4δάιος — (I) δάϊος, α, ον (Α) βλ. δήιος. (II) δάϊος, ον (Α) έμπειρος, γνώστης («Λύσιππε... δάϊε τεχνίτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάιος συνδέεται με το δαήναι, απαρμφ. τού αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)] …