τεχνικός
1τεχνικός — artistic masc nom sg …
2τεχνικός — ή, ό / τεχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. μόνο ως ουσ. και τεχνικός Ν [τέχνη] 1. σχετικός με την τέχνη γενικά ή με μια ορισμένη τέχνη («τεχνικοί όροι» καθιερωμένες ονομασίες που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τών τεχνών ή μιας τέχνης) 2. αυτός που έχει… …
3τεχνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποια τέχνη: Τεχνικό έργο. 2. ο κατασκευασμένος με τέχνη, καλοδουλεμένος: Αυτό το βάζο είναι τεχνικό. 3. αυτός που εφαρμόζει πρακτικά τις ανθρώπινες γνώσεις: Η τεχνική εκτέλεση του έργου. 4. ο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τεχνικά — τεχνικός artistic neut nom/voc/acc pl τεχνικά̱ , τεχνικός artistic fem nom/voc/acc dual τεχνικά̱ , τεχνικός artistic fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5τεχνικώτερον — τεχνικός artistic adverbial comp τεχνικός artistic masc acc comp sg τεχνικός artistic neut nom/voc/acc comp sg …
6τεχνικωτάτων — τεχνικός artistic fem gen superl pl τεχνικός artistic masc/neut gen superl pl …
7τεχνικωτέραις — τεχνικός artistic fem dat comp pl τεχνικωτέρᾱͅς , τεχνικός artistic fem dat comp pl (attic) …
8τεχνικωτέρων — τεχνικός artistic fem gen comp pl τεχνικός artistic masc/neut gen comp pl …
9τεχνικῶν — τεχνικός artistic fem gen pl τεχνικός artistic masc/neut gen pl …
10τεχνικόν — τεχνικός artistic masc acc sg τεχνικός artistic neut nom/voc/acc sg …