τεχνήεις
1τεχνήεις — cunningly wrought masc nom sg …
2τεχνήεις — εσσα, ήεν, Α·1. αυτός που κατασκευάστηκε έντεχνα 2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος. επίρρ... τεχνηέντως ΝΑ με επιτήδειο, με έντεχνο τρόπο, με τέχνη («αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως ἥμενος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κατάλ. (ή)εις (βλ …
3τεχνήεντα — τεχνήεις cunningly wrought neut nom/voc/acc pl τεχνήεις cunningly wrought masc acc sg …
4τεχνηέντως — τεχνήεις cunningly wrought indeclform (adverb) …
5τεχνῆσσαι — τεχνήεις cunningly wrought fem nom pl (epic) …
6τεχνήεντες — τεχνήεις cunningly wrought masc nom/voc pl …
7τεχνήεντι — τεχνήεις cunningly wrought masc/neut dat sg …
8τεχνήεντος — τεχνήεις cunningly wrought masc/neut gen sg …
9τεχνήεσσα — τεχνήεις cunningly wrought fem nom/voc sg …
10-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …
- 1
- 2