τετρα-
31τετραχυσμένην — τετρᾱχυσμένην , τραχύνω make rough perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …
32τετραχυσμένοις — τετρᾱχυσμένοις , τραχύνω make rough perf part mp masc/neut dat pl …
33τετραχυσμένους — τετρᾱχυσμένους , τραχύνω make rough perf part mp masc acc pl …
34τετραχυσμένῃ — τετρᾱχυσμένῃ , τραχύνω make rough perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …
35τετραχύνθαι — τετρᾱχύνθαι , τραχύνω make rough perf inf mp …
36τετρᾶς — τετρᾶ̱ς , τετράζω cackle like the fut ind act 2nd sg (doric) …
37τετράνωνται — τετρά̱νωνται , τρανόω make clear perf ind mp 3rd pl …
38τετράνωται — τετρά̱νωται , τρανόω make clear perf ind mp 3rd sg …
39τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες …
40τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …