τετρα-έτης
1πενταετής — ές ΝΜΑ, και αττ. τ. πενταετής και πεντέτης και πενθέτης, ες, θηλ. πενταετίς και αττ. τ. πενταέτις και πεντέτις, ουδ. και πεντάετες, Α 1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών 2. αυτός που διαρκεί πέντε χρόνια ή αυτός που έχει καθοριστεί να διαρκέσει… …
2τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες …
3πεντεκαιδεκαετής — και αττ. τ. πεντεκαιδεκαέτης, ες, Α 1. αυτός που έχει ηλικία δεκαπέντε ετών, ο δεκαπενταετής 2. αυτός που έχει διάρκεια δεκαπέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ετής / έτης (< ἔτος), πρβλ. τετρα ετής / έτης) …
4πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …