τετραορία
1τετραορίᾳ — τετρᾱορίαι , τετραορία four horsed chariot fem nom/voc pl τετρᾱορίᾱͅ , τετραορία four horsed chariot fem dat sg (attic doric aeolic) …
2τετραορία — ἡ, Α [τετράορος] άρμα με τέσσερεις ίππους, τέθριππο («θύρωνα δὲ τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου γεγωνητέον», Πίνδ.) …
3τετραορίας — τετρᾱορίᾱς , τετραορία four horsed chariot fem acc pl τετρᾱορίᾱς , τετραορία four horsed chariot fem gen sg (attic doric aeolic) …
4τετραοριᾶν — τετρᾱοριᾶν , τετραορία four horsed chariot fem gen pl (doric aeolic) …