τετράποδος
1τετράποδος — masc/fem nom sg τετράπους four footed masc/fem/neut gen sg …
2τετράποδος — η, ο / τετράποδος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τέσσερα πόδια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράποδα ζωολ. γενική ονομασία τών σπονδυλοζώων που φέρουν δύο ζεύγη ποδιών προσαρμοσμένων στη χερσαία μετακίνηση, σε αντιδιαστολή προς τα δίποδα νεοελλ. το …
3τετράποδον — τετράποδος masc/fem acc sg τετράποδος neut nom/voc/acc sg …
4τετραπόδοις — τετράποδος masc/fem/neut dat pl …
5τετραπόδου — τετράποδος masc/fem/neut gen sg τετραπόδης four footed masc gen sg …
6τετραπόδων — τετράποδος masc/fem/neut gen pl τετράπους four footed masc/fem/neut gen pl …
7τετραπόδῳ — τετράποδος masc/fem/neut dat sg …
8τετράποδα — τετράποδος neut nom/voc/acc pl τετράπους four footed neut nom/voc/acc pl τετράπους four footed masc/fem acc sg …
9τετράποδ' — τετράποδα , τετράποδος neut nom/voc/acc pl τετράποδε , τετράποδος masc/fem voc sg τετράποδα , τετράπους four footed neut nom/voc/acc pl τετράποδα , τετράπους four footed masc/fem acc sg τετράποδι , τετράπους four footed masc/fem/neut dat sg… …
10τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …
- 1
- 2