τετράδι γέγονας

  • 1τετράδα — η / τετράς, άδος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράς Α νεοελλ. 1. σύνολο τεσσάρων όμοιων πραγμάτων («μια τετράδα ποτήρια») 2. (στη γυμναστική) στοίχος από τέσσερα άτομα («στοίχηση κατά τετράδες») 3. βιολ. α) (γενικά) το σύνολο τών τεσσάρων κυττάρων που… …

    Dictionary of Greek